κυκεῶν'

κυκεῶν'
κυκεῶνα , κυκεών
potion
masc acc sg
κυκεῶνι , κυκεών
potion
masc dat sg
κυκεῶνε , κυκεών
potion
masc nom/voc/acc dual

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κυκεών — potion masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυκεών — Είδος ροφήματος, κατά την αρχαιότητα. Ήταν ένας πολτός που αποτελούσε κράμα διαφόρων υλικών και τον έπιναν ως αναψυκτικό ή ως φάρμακο. Σύμφωνα με την παράδοση, όταν η Δήμητρα έψαχνε την κόρη της, Περσεφόνη, έφτασε στην Ελευσίνα και εκεί η Ιάμβη… …   Dictionary of Greek

  • κυκέων — κυκάω stir pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • КИКЕОН —    • Κυκεών,          напиток, приготовлявшийся из вина, лука, сыра и ячменной крупы, с прибавлением иногда меду и соли, кореньев и цветов (Ноm. Il. 11, 624, 641. Ноm. Od. 10, 234.) Служило отчасти в пищу, отчасти для подкрепления и освежения сил …   Реальный словарь классических древностей

  • κυκειῶ — κυκεών potion masc acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυκεῶ — κυκεών potion masc acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυκεῶνα — κυκεών potion masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυκεῶνας — κυκεών potion masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυκεῶνι — κυκεών potion masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυκεῶνος — κυκεών potion masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”